Στοά Ειρηνοδικείου στην Αθήνα
Η εγκατάλειψη ενός τόσο κεντρικού σημείου της πόλης , που θα έπρεπε να σφύζει από ζωή. Μικρά εγκαταλελλειμένα μαγαζάκια με ταμπέλες προηγούμενων δεκαετιών και τοίχοι ξεφτισμένοι είναι η εικόνα που παρουσιάζει το μέρος αυτό σήμερα. Αν κάποιος περπατήσει παρατηρεί πόση ησυχία επικρατεί, πόσο κενή δραστηριότητα είναι η στοά αυτή, ενώ το βράδυ πλέον κλείνει με σιδεριές.
Μια στοά σύμφωνα με τον Walter Benjamin 1, “πρέπει να εξυπηρετεί την αναζήτηση της απόλαυσης στην πόλη, μέσω περιπάτου και άλλων ψυχαγωγιών”. Πρέπει ο πολίτης να την αισθάνεται ως καταφύγιο από την βοή της πόλης. Πρέπει επίσης να συμμετέχει στην έντονη κινητικότητα του κέντρου πρωί-βράδυ.
Στην πρόταση αυτή επιχειρείται να επαναφερθεί, μέσω του φωτισμού και των νόμων και κανόνων της αντίληψης, η χαμένη της ζωντάνια και να δημιουργηθεί ένα “φιλόξενο” πέρασμα που θα εξυπηρετεί τους πολίτες στο κέντρο της Αθήνας.
Η στοά χωρίστηκε αρχικά καθ’ ύψος σε δύο ζώνες. Η πρώτη διαπερνά τα ισόγεια των κτιρίων ενώ η δεύτερη τους ορόφους τους. Ο φωτισμός της πρώτης ζώνης είναι ενδιάμεσος και σε κάποια σημεία θερμός ενώ στην δεύτερη ζώνη έχουμε ψυχρό φωτισμό. Στην πρώτη ζώνη, όπου και κυκλοφορεί κόσμος, έχει γίνει ένας επιπλέον κατακόρυφος διαχωρισμός σε πέντε ζώνες όπου έχουμε τμήματα της στοάς για κυκλοφορία (κίνηση) και τμήματα για στάση, εναλλάξ. Η δόμηση των κτιρίων και η μεταξή τους σχέση έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον διαχωρισμό αυτό. Η έκπληξη που δημιουργεί η διάρθρωση της στοάς στον περαστικό με τις διακυμάνσεις στο πλάτος της, με τις εναλλαγές ανοιχτού –κλειστού χώρου και με εναλλαγή αίσθησης βάθους και ύψους ανάλογα με το σημείο που κινείται, έπρεπε να αναδειχθεί και να ενισχυθεί με τον κατάλληλο φωτισμό.
Χρονολογία: 2014